αφθονητος

αφθονητος
    ἀφθόνητος
    ἀ-φθόνητος
    2
    1) не завидующий, независтливый, т.е. благосклонный
    

(τινι Pind.)

    2) (ни в ком) не возбуждающий зависти, т.е. общепризнанный
    

(αἶνος Pind.)

    3) чья судьба незавидна
    

(ὅ ἀ. οὐκ ἐπίζηλος πέλει Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αφθονητος" в других словарях:

  • ἀφθόνητος — unenvied masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφθόνητος — η, ο (AM ἀφθόνητος, ον) αυτός που δεν προκαλεί τον φθόνο των άλλων αρχ. αυτός που δεν φθονεί, ο μη φθονερός …   Dictionary of Greek

  • αφθόνητος — η, ο αυτός που δεν τον φθονούν, που είναι ανάξιος για να τον φθονήσουν: Τέτοια πλούτη είναι αφθόνητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφθονήτως — ἀφθόνητος unenvied adverbial ἀφθόνητος unenvied masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόνητον — ἀφθόνητος unenvied masc/fem acc sg ἀφθόνητος unenvied neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθονήτου — ἀφθόνητος unenvied masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόνητα — ἀφθόνητος unenvied neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόνητε — ἀφθόνητος unenvied masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφθόνητοι — ἀφθόνητος unenvied masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»